Καταστολή στα λιθουανικά
Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
represija, represijos, represijų, represijas, represijomis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστολή
καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καταστολή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καταστατικό στα λιθουανικά - įstatai, įstatuose, įstatus, įstatais, įstatų
- καταστρέφω στα λιθουανικά - suskaldyti, sugriauti, Uostas, Zeszpecić, Deflorēt, Atimti dziewictwa, Laupīt nekaltumą
- καταστρεπτικός στα λιθουανικά - ardomasis, žalingos, destruktyvus, destruktivnosti, destruktyvūs
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: represija, represijos, represijų, represijas, represijomis
Μεταφράσεις: represija, represijos, represijų, represijas, represijomis