Καταστολή στα τούρκικα
Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baskı, bastırma, baskısı, baskılar, baskının
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστολή
καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας τούρκικα, καταστολή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατασταλαγμένος στα τούρκικα - açıklık, açıkladı, açıklığa, açıklanmıştır, berraklaştırılmış
- καταστατικό στα τούρκικα - kiralamak, Şirket sözleşmesi, ana sözleşmesi, Ana sözleşmede, esas sözleşmeye, esas sözleşmede
- καταστρέφω στα τούρκικα - yıkmak, koparmak, kızlığını bozmak, deflower, bekâretini bozmak, çiçeklerini yolmak
- καταστρεπτικός στα τούρκικα - yıkıcı, tahrip edici, yıkıcı bir, zararlı, tahrip
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: baskı, bastırma, baskısı, baskılar, baskının
Μεταφράσεις: baskı, bastırma, baskısı, baskılar, baskının