Καταστολή στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
репресија, репресијата, репресии, сузбивање, репресиите
Καταστολή στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστολή

καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, καταστολή στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • κατασταλαγμένος στα σλαβομακεδονικά - прочистена
  • καταστατικό στα σλαβομακεδονικά - Статути, устава, на статутот, статутот, статут
  • καταστρέφω στα σλαβομακεδονικά - deflower
  • καταστρεπτικός στα σλαβομακεδονικά - деструктивни, деструктивно, деструктивна, деструктивен, деструктивните
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: репресија, репресијата, репресии, сузбивање, репресиите