Καταστολή στα ουγγρικά
Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elfojtás, elnyomás, elnyomást, az elnyomás, represszió, elnyomását
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστολή
καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καταστολή στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κατασταλαγμένος στα ουγγρικά - a, az
- καταστατικό στα ουγγρικά - hajóbérlet, statútum, alapszabály, alapszabálya, az alapszabály, alapszabályában, alapszabályban
- καταστρέφω στα ουγγρικά - pusztítás, rombolás, szüzességétől megfoszt
- καταστρεπτικός στα ουγγρικά - pusztító, destruktív, romboló, roncsolásos, roncsolásmentes
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elfojtás, elnyomás, elnyomást, az elnyomás, represszió, elnyomását
Μεταφράσεις: elfojtás, elnyomás, elnyomást, az elnyomás, represszió, elnyomását