Λανθασμένος στα γαλλικά

Μετάφραση: λανθασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faussement, mal, tort, faux, mauvais, mauvaise
Λανθασμένος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λανθασμένος

λανθασμένος κωδικός, λανθασμένος λαθεμένος, λανθασμένος ή λαθεμένος, λάθος λανθασμένος, λανθασμένος συνώνυμο, λανθασμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, λανθασμένος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • λαμπυρίζω στα γαλλικά - éclair, briller, miroiter, chatoyer, scintiller, miroitement, chatoiement, ...
  • λανθασμένα στα γαλλικά - mal, faussement, incorrectement, incorrecte, manière incorrecte, à tort
  • λανολίνη στα γαλλικά - lanoline, la lanoline, de lanoline, de la lanoline, lanolinique
  • λαξευτής στα γαλλικά - sculpteur, chiseler
Τυχαίες λέξεις
Λανθασμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: faussement, mal, tort, faux, mauvais, mauvaise