Λανθασμένος στα γερμανικά
Μετάφραση: λανθασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
falsch, fälschlich, Unrecht, falsche, falschen, schief
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λανθασμένος
λανθασμένος κωδικός, λανθασμένος λαθεμένος, λανθασμένος ή λαθεμένος, λάθος λανθασμένος, λανθασμένος συνώνυμο, λανθασμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, λανθασμένος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- λαμπυρίζω στα γερμανικά - Glanz, funkeln, Glitzern, sparkle, glänzen
- λανθασμένα στα γερμανικά - falsch, fälschlich, fehlerhaft, fälschlicherweise, nicht korrekt, korrekt
- λανολίνη στα γερμανικά - lanolin, Lanolin, lanoline, Wollfett, Lanolinkur, Lanolinbasis
- λαξευτής στα γερμανικά - plastiker, bildhauer, Steinmetz, chiseler, Gauner
Τυχαίες λέξεις
Λανθασμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: falsch, fälschlich, Unrecht, falsche, falschen, schief
Μεταφράσεις: falsch, fälschlich, Unrecht, falsche, falschen, schief