Λανθασμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: λανθασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неправильно, невірно
Λανθασμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λανθασμένος

λανθασμένος κωδικός, λανθασμένος λαθεμένος, λανθασμένος ή λαθεμένος, λάθος λανθασμένος, λανθασμένος συνώνυμο, λανθασμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λανθασμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λαμπυρίζω στα ουκρανικά - спалах, блимніть, блиск, блеск, блиску
  • λανθασμένα στα ουκρανικά - неправильно, невірно, не так, помилково, невірне
  • λανολίνη στα ουκρανικά - ланолін, ланоліну
  • λαξευτής στα ουκρανικά - скульптор, шахрай, шахрая
Τυχαίες λέξεις
Λανθασμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неправильно, невірно