Μυωπικός στα γαλλικά
Μετάφραση: μυωπικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
imprévoyant, miro, myope, myopes, myopie, courte vue, à courte vue
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μυωπικός
μυωπικός καταρράκτης, μυωπικός αστιγματισμός σε παιδια, μυωπικός αστιγματισμός συμπτώματα, μυωπικός αστιγματισμός, μυωπικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, μυωπικός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- μυστρί στα γαλλικά - aube, déplantoir, pelle, spatule, aileron, truelle, la truelle, ...
- μυτερός στα γαλλικά - rude, agile, tranchant, rapide, braquée, cuisant, prompt, ...
- μυϊκός στα γαλλικά - musculaire, musclé, musculeux, musculaires, musclée, muscles
- μυώ στα γαλλικά - entamer, initions, novice, débutant, initier, instaurer, inaugurer, ...
Τυχαίες λέξεις
Μυωπικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: imprévoyant, miro, myope, myopes, myopie, courte vue, à courte vue
Μεταφράσεις: imprévoyant, miro, myope, myopes, myopie, courte vue, à courte vue