Μυωπικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: μυωπικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kortzichtig, bijziend, kippig, kortzichtige, bijziende, myopic
Μυωπικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μυωπικός

μυωπικός καταρράκτης, μυωπικός αστιγματισμός σε παιδια, μυωπικός αστιγματισμός συμπτώματα, μυωπικός αστιγματισμός, μυωπικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μυωπικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μυστρί στα ολλανδικά - troffel, spaan, trowel, lijmkam, spatel
  • μυτερός στα ολλανδικά - snerpend, wakker, bijtend, hevig, opgewekt, druk, levendig, ...
  • μυϊκός στα ολλανδικά - gespierd, gespierde, spier, spieren, musculaire
  • μυώ στα ολλανδικά - beginner, myo, myo-
Τυχαίες λέξεις
Μυωπικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kortzichtig, bijziend, kippig, kortzichtige, bijziende, myopic