Μυωπικός στα ρωσικά
Μετάφραση: μυωπικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
близорукий, близорукость, близоруким, близоруких, близорукими, миопический
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μυωπικός
μυωπικός καταρράκτης, μυωπικός αστιγματισμός σε παιδια, μυωπικός αστιγματισμός συμπτώματα, μυωπικός αστιγματισμός, μυωπικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, μυωπικός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- μυστρί στα ρωσικά - лопатка, кельма, мастерок, шпатель, шпателем, шпателя
- μυτερός στα ρωσικά - заостренный, зоркий, шустрый, юркий, критический, искусный, сообразительный, ...
- μυϊκός στα ρωσικά - мускульный, сильный, здоровенный, мышечный, мускулистый, Мускулистое, мышечной, ...
- μυώ στα ρωσικά - начинающий, приступить, новичок, вводить, начинать, начать, мио, ...
Τυχαίες λέξεις
Μυωπικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: близорукий, близорукость, близоруким, близоруких, близорукими, миопический
Μεταφράσεις: близорукий, близорукость, близоруким, близоруких, близорукими, миопический