Μυωπικός στα φινλανδικά
Μετάφραση: μυωπικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
likinäköinen, myopic, lyhytnäköisestä, likinäköisen, likinäköisiä
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μυωπικός
μυωπικός καταρράκτης, μυωπικός αστιγματισμός σε παιδια, μυωπικός αστιγματισμός συμπτώματα, μυωπικός αστιγματισμός, μυωπικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, μυωπικός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- μυστρί στα φινλανδικά - istutuslapio, muurauslastalla, laastikampaa, laastikampa, lastalla
- μυτερός στα φινλανδικά - ovela, korviavihlova, kipakka, terävä, vilkas, sukkela, kärkevä, ...
- μυϊκός στα φινλανδικά - roteva, vahva, voimakas, lihaksikas, lihasten, lihaksikkaat, lihas-, ...
- μυώ στα φινλανδικά - aloittelija, oppinut, perehdyttää, ensikertalainen, myo, myoinositoli, myo-, ...
Τυχαίες λέξεις
Μυωπικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: likinäköinen, myopic, lyhytnäköisestä, likinäköisen, likinäköisiä
Μεταφράσεις: likinäköinen, myopic, lyhytnäköisestä, likinäköisen, likinäköisiä