Ανωριμότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unreife, Unreife, Unmündigkeit, die Unreife
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα
ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανωριμότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ανυψώνω στα γερμανικά - anheben, hochheben, erhöhen, Aufzug, Fahrstuhl, Lift
- ανωμαλία στα γερμανικά - verstopfung, regelwidrigkeit, unregelmäßigkeit, anomalie, darmverstopfung, besonderheit, Anomalie, ...
- ανωτερότητα στα γερμανικά - übermacht, überlegenheit, Überlegenheit, Vorsprung, Vorteil, überlegen, Übermacht
- ανωφελής στα γερμανικά - zwecklos, unnütz, nutzlos, gewinnlos, profitless, nutzlosen, unrentabel
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: unreife, Unreife, Unmündigkeit, die Unreife
Μεταφράσεις: unreife, Unreife, Unmündigkeit, die Unreife