Ανωριμότητα στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éretlenség, fejletlenség, éretlensége, érettségének hiányára, éretlensége szerepel, éretlenséget
Ανωριμότητα στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα

ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανωριμότητα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανυψώνω στα ουγγρικά - lift, felvonó, emelő, emelésű, lifttel
  • ανωμαλία στα ουγγρικά - szabálytalanság, anomália, rendellenesség, anomáliát, rendellenességet, anomáliák
  • ανωτερότητα στα ουγγρικά - fölény, fölénye, fölényét, felsőbbrendűség, felsőbbrendűségét
  • ανωφελής στα ουγγρικά - használhatatlan, haszontalan
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: éretlenség, fejletlenség, éretlensége, érettségének hiányára, éretlensége szerepel, éretlenséget