Ανωριμότητα στα φινλανδικά
Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kypsymättömyyttä, kypsymättömyys, kypsymättömyydestä, kypsymättömyytensä, kypsymättömyyden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα
ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ανωριμότητα στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ανυψώνω στα φινλανδικά - nostaa, kohota, korottaa, nousta, ylentää, kasvattaa, pystyttää, ...
- ανωμαλία στα φινλανδικά - epäsäännöllisyys, säännöttömyys, poikkeus, anomalia, epäkohta, anomalian, poikkeavuus
- ανωτερότητα στα φινλανδικά - ylivoima, ylemmyys, erinomaisuus, paremmuus, paremmuudesta, paremmuuden, paremmuutta
- ανωφελής στα φινλανδικά - kehno, hyödytön, tarpeeton, turha, joutava, tuottamaton, hyödytöntä
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kypsymättömyyttä, kypsymättömyys, kypsymättömyydestä, kypsymättömyytensä, kypsymättömyyden
Μεταφράσεις: kypsymättömyyttä, kypsymättömyys, kypsymättömyydestä, kypsymättömyytensä, kypsymättömyyden