Ανωριμότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незрілість
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα
ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανωριμότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανυψώνω στα ουκρανικά - піднімати, поліпшувати, піднести, підносити, ліфт, номерах
- ανωμαλία στα ουκρανικά - аномалія, непослідовність, відхилення, патологія
- ανωτερότητα στα ουκρανικά - перевагу, перевага, зверхність, вищість
- ανωφελής στα ουκρανικά - некорисний, малокорисний, даремний, марний, безприбутковий, безприбутковою, неприбутковий
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: незрілість
Μεταφράσεις: незрілість