Ανωριμότητα στα ισπανικά
Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmadurez, la inmadurez, falta de madurez, madurez
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα
ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας ισπανικά, ανωριμότητα στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ανυψώνω στα ισπανικά - izar, alzar, enarbolar, exaltar, levantar, empinar, elevar, ...
- ανωμαλία στα ισπανικά - irregularidad, anomalía, anomalías, anomalía de, la anomalía, de anomalías
- ανωτερότητα στα ισπανικά - superioridad, precedencia, la superioridad, superioridad de, de superioridad
- ανωφελής στα ισπανικά - inútil, improductivo, sin provecho, infructuoso, improductiva
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: inmadurez, la inmadurez, falta de madurez, madurez
Μεταφράσεις: inmadurez, la inmadurez, falta de madurez, madurez