Ανωριμότητα στα εσθονικά

Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebaküpsus, ebaküpsuse, ebaküpsust, ebaküpsusest, ebaküpsusega
Ανωριμότητα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα

ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανωριμότητα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανυψώνω στα εσθονικά - ülendama, edutama, lift, lifti, tõstuk, tõstuki, tõstmine
  • ανωμαλία στα εσθονικά - hälve, ebakorrapärasus, hälvik, anomaalia, korrapäratus, anomaaliat, anomaaliate, ...
  • ανωτερότητα στα εσθονικά - üleolek, paremus, paremust, üleolekut, paremuse, üleoleku
  • ανωφελής στα εσθονικά - tulutu, kasumita, kasumlik
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ebaküpsus, ebaküpsuse, ebaküpsust, ebaküpsusest, ebaküpsusega