Ανωριμότητα στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesubrendimas, nebrandumą, nesubrendimą, nebrandumas, nesubrendimo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα
ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανωριμότητα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανυψώνω στα λιθουανικά - sklaidytis, keltuvas, liftas, lift, lifto, pakėlimo
- ανωμαλία στα λιθουανικά - anomalija, anomalijos, anomalijoms, apsigimimą, anomalijų
- ανωτερότητα στα λιθουανικά - pranašumas, pranašumą, pranašumo, viršenybė, pranašesnis
- ανωφελής στα λιθουανικά - nepelningas, Neapsimoka, pelno ir naudos, Nepelno, Bezkorzystny
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nesubrendimas, nebrandumą, nesubrendimą, nebrandumas, nesubrendimo
Μεταφράσεις: nesubrendimas, nebrandumą, nesubrendimą, nebrandumas, nesubrendimo