Ανωριμότητα στα πολωνικά

Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedojrzałość, niedorozwój, niedojrzałości, niedojrzały, niedojrzałością, brak dojrzałości
Ανωριμότητα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα

ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, ανωριμότητα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ανυψώνω στα πολωνικά - wywiesić, wywyższać, wznosić, umoralniać, podnosić, podwyższyć, podnieść, ...
  • ανωμαλία στα πολωνικά - anomalia, nieregularność, nieprawidłowość, anomalii, anomalią, nieprawidłowości
  • ανωτερότητα στα πολωνικά - wyższość, starszeństwo, przewaga, przewyższanie, wyższości, przewagę, przewagi
  • ανωφελής στα πολωνικά - niepożyteczny, bezużyteczny, bezcelowy, zbędny, nieprzydatny, płonny, beznadziejny, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: niedojrzałość, niedorozwój, niedojrzałości, niedojrzały, niedojrzałością, brak dojrzałości