Ανωριμότητα στα δανικά
Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
umodenhed, fuldt udviklede, umoden, er fuldt udviklede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα
ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας δανικά, ανωριμότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανυψώνω στα δανικά - hæve, løfte, lift, elevator, elevatoren, løft, liften
- ανωμαλία στα δανικά - anomali, uregelmæssighed, skævhed, afvigelse
- ανωτερότητα στα δανικά - overlegenhed, overlegen, overlegne, overlegenhed i
- ανωφελής στα δανικά - profitless, unyttig, nytte til, ingen nytte, ingen nytte til
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: umodenhed, fuldt udviklede, umoden, er fuldt udviklede
Μεταφράσεις: umodenhed, fuldt udviklede, umoden, er fuldt udviklede