Καταναλώνω στα γερμανικά

Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fressen, verbrauchen, schlucken, konsumieren, verzehren, verbraucht, zu konsumieren
Καταναλώνω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταναλώνω

καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, καταναλώνω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • κατανέμω στα γερμανικά - zuteilen, zugeteilt, ration, zuteilung, Ration, Verhältnis
  • καταναλωτής στα γερμανικά - verbraucher, konsument, Verbraucher, Konsum, Consumer, der Verbraucher
  • κατανικώ στα γερμανικά - besiegen, schlagen, Schachmatt, Matt, checkmate, schachmatt zu setzen, matt zu setzen
  • κατανομή στα γερμανικά - zuweisung, verteilung, beilegung, verbreitung, belegung, zuordnung, allokation, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: fressen, verbrauchen, schlucken, konsumieren, verzehren, verbraucht, zu konsumieren