Καταναλώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винищувати, споживати, чахнути, марніти, з'їдати, споживатиме, вживати, споживатимуть
Καταναλώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταναλώνω

καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καταναλώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατανέμω στα ουκρανικά - відношення, розмістити, розподіліть, пропорція, розділяти, коефіцієнт, співвідношення, ...
  • καταναλωτής στα ουκρανικά - споживчий, споживач
  • κατανικώ στα ουκρανικά - мат, матюки
  • κατανομή στα ουκρανικά - розповсюджування, владу, компетенція, розстрочка, влада, роздача, відрахування, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: винищувати, споживати, чахнути, марніти, з'їдати, споживатиме, вживати, споживатимуть