Καταναλώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consumir, gastar, desgastar, esgotar, consomem, consome, consumo, consuma
Καταναλώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταναλώνω

καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καταναλώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατανέμω στα πορτογαλικά - antes, melhor, bastante, muito, racionar, ração, Ration, ...
  • καταναλωτής στα πορτογαλικά - consumidor, consumidores, dos consumidores, do consumidor, consumo
  • κατανικώ στα πορτογαλικά - xeque-mate, checkmate, dar xeque mate, xeque mate
  • κατανομή στα πορτογαλικά - atribuição, partir, distribuição, distribua, distribuir, alocação, repartição, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: consumir, gastar, desgastar, esgotar, consomem, consome, consumo, consuma