Καταναλώνω στα ιταλικά

Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consumare, struggere, consumano, consumo, consuma, consumerà
Καταναλώνω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταναλώνω

καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, καταναλώνω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κατανέμω στα ιταλικά - distribuire, razione, stanziare, razionare, assegnare, rapporto, razione di, ...
  • καταναλωτής στα ιταλικά - consumatore, consumatori, dei consumatori, consumo, del consumatore
  • κατανικώ στα ιταλικά - conquistare, sconfiggere, scacco matto, scacco, scaccomatto, scacco matto al, checkmate
  • κατανομή στα ιταλικά - erogazione, assegnazione, distribuzione, ripartizione, allocazione, attribuzione, stanziamento
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: consumare, struggere, consumano, consumo, consuma, consumerà