Καταναλώνω στα λετονικά
Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patērēt, patērē, lietot, patērējam, patērēs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλώνω
καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας λετονικά, καταναλώνω στα λετονικά
Μεταφράσεις
- κατανέμω στα λετονικά - deva, devu, attiecība, devā, barības devas
- καταναλωτής στα λετονικά - patērētājs, patērētāju, patērētājam, patēriņa, patērētāju tiesību
- κατανικώ στα λετονικά - pārspēt, uzvarēt, iekarot, pilnīga sakāve, sakāve, pilnīgi sagraut, šahs un mats, ...
- κατανομή στα λετονικά - piešķiršana, sadalījums, piešķīrums, sadale, sadali
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: patērēt, patērē, lietot, patērējam, patērēs
Μεταφράσεις: patērēt, patērē, lietot, patērējam, patērēs