Καταναλώνω στα εσθονικά

Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarbima, tarbivad, tarbida, tarbib, tarbi
Καταναλώνω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταναλώνω

καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, καταναλώνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κατανέμω στα εσθονικά - reserveerima, jaotama, varuma, normima, ratsioon, ratsioonis, toidutarbe rahuldamiseks, ...
  • καταναλωτής στα εσθονικά - tarbija, tarbijate, tarbijale, tarbijakaitse, tarbijat
  • κατανικώ στα εσθονικά - võitma, matistama, checkmate, matistada, matti, matistamine
  • κατανομή στα εσθονικά - omistamine, eraldus, määramine, distributsioon, jaotamine, levik, levitamine, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tarbima, tarbivad, tarbida, tarbib, tarbi