Καταναλώνω στα δανικά
Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbruge, forbruger, indtage, indtager, spiser
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλώνω
καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας δανικά, καταναλώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατανέμω στα δανικά - ration, foderration, rationen
- καταναλωτής στα δανικά - forbruger, forbrugeren, forbrugerne, forbrugernes, forbrugerens
- κατανικώ στα δανικά - overvinde, skakmat, checkmate
- κατανομή στα δανικά - fordeling, tildeling, allokering, tildelingen, fordelingen
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forbruge, forbruger, indtage, indtager, spiser
Μεταφράσεις: forbruge, forbruger, indtage, indtager, spiser