Καταναλώνω στα νορβηγικά
Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konsumere, forbruke, forbruker, konsumerer, bruker
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλώνω
καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, καταναλώνω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- κατανέμω στα νορβηγικά - rasjonere, rasjon, tildele, rasjonen, sjon
- καταναλωτής στα νορβηγικά - forbruker, forbrukeren, forbrukernes, konsum
- κατανικώ στα νορβηγικά - beseire, sjakkmatt, sjakk matt, matte, konge sjakkmatt
- κατανομή στα νορβηγικά - fordeling, tildeling, allokering, disponering
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: konsumere, forbruke, forbruker, konsumerer, bruker
Μεταφράσεις: konsumere, forbruke, forbruker, konsumerer, bruker