Καταναλώνω στα κροατικά
Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upotrebljavati, potrošiti, pojesti, iscrpsti, konzumirati, konzumiraju, troše, konzumira
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλώνω
καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας κροατικά, καταναλώνω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- κατανέμω στα κροατικά - provizija, rezervirati, porcija, namijeniti, obrok, obroci, razdijeliti, ...
- καταναλωτής στα κροατικά - korisnik, potrošač, potrošača, potrošačkih, potrošačke
- κατανικώ στα κροατικά - mat, matirati, šah mat
- κατανομή στα κροατικά - dodjeljivanje, raspodjelu, pripisivanje, odobrenje, doznaka, podjela, raspodijeliti, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: upotrebljavati, potrošiti, pojesti, iscrpsti, konzumirati, konzumiraju, troše, konzumira
Μεταφράσεις: upotrebljavati, potrošiti, pojesti, iscrpsti, konzumirati, konzumiraju, troše, konzumira