Καταναλώνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: καταναλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyaszt, fogyasztanak, fogyasztani, fogyasztják
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλώνω
καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καταναλώνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κατανέμω στα ουγγρικά - fejadag, élelmiszeradag, adag, Arány, adagban, adagként, takarmányadag
- καταναλωτής στα ουγγρικά - fogyasztó, fogyasztói, fogyasztók, a fogyasztói, fogyasztási
- κατανικώ στα ουγγρικά - sakk és matt, mattot
- κατανομή στα ουγγρικά - disztribúció, eloszlás, megoszlás, eloszlatás, tagoltság, elosztás, kiosztás, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταναλώνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fogyaszt, fogyasztanak, fogyasztani, fogyasztják
Μεταφράσεις: fogyaszt, fogyasztanak, fogyasztani, fogyasztják