Ακούσιος στα δανικά
Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ufrivillig, ufrivillige, ufrivilligt, uforskyldt, utilsigtet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακούσιος
ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας δανικά, ακούσιος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ακουστική στα δανικά - akustik, akustikken, akustiske, akustisk
- ακουστικός στα δανικά - auditive, auditiv, akustiske, lydsignal, auditivt
- ακούω στα δανικά - høre, lytte, lyt, lytter, at lytte
- ακράδαντα στα δανικά - kraftigt, stærkt, kraftigste, det kraftigste, stærk
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ufrivillig, ufrivillige, ufrivilligt, uforskyldt, utilsigtet
Μεταφράσεις: ufrivillig, ufrivillige, ufrivilligt, uforskyldt, utilsigtet