Ακούσιος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nevalingas, priverstinis, nevalingi, netyčinis, nesavanoriškas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακούσιος
ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ακούσιος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ακουστική στα λιθουανικά - akustika, akustiką, akustinės, akustikos, akustinės sistemos
- ακουστικός στα λιθουανικά - klausos, girdimasis, garsinis, girdimoji, girdimąjį
- ακούω στα λιθουανικά - paisyti, klausyti, klausytis, išklausyti, pasiklausyti, įsiklausyti
- ακράδαντα στα λιθουανικά - stipriai, tvirtai, labai, primygtinai, griežtai
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nevalingas, priverstinis, nevalingi, netyčinis, nesavanoriškas
Μεταφράσεις: nevalingas, priverstinis, nevalingi, netyčinis, nesavanoriškas