Ακούσιος στα σουηδικά

Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ofrivillig, ofrivilligt, ofrivilliga, oavsiktlig, tvångs
Ακούσιος στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακούσιος

ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ακούσιος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ακουστική στα σουηδικά - akustik, akustiken
  • ακουστικός στα σουηδικά - akustisk, auditiv, hörsel, auditiva, audi
  • ακούω στα σουηδικά - höra, lyssna, åhöra, lyssnar, lyssna på, att lyssna
  • ακράδαντα στα σουηδικά - starkt, kraftigt, stark, starka, kraftfullt
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ofrivillig, ofrivilligt, ofrivilliga, oavsiktlig, tvångs