Ακούσιος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onwillekeurig, onvrijwillige, onvrijwillig, onwillekeurige, gedwongen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακούσιος
ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακούσιος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ακουστική στα ολλανδικά - akoestiek, geluidsleer, de akoestiek, akoestische, akoestiek van, akoestisch
- ακουστικός στα ολλανδικά - akoestisch, gehoor-, auditorium, auditieve, auditief, gehoor
- ακούω στα ολλανδικά - verstaan, toeluisteren, vernemen, luisteren, aanhoren, beluisteren, toehoren, ...
- ακράδαντα στα ολλανδικά - stevig, pal, sterk, sterke, zeerste, ten zeerste, krachtig
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onwillekeurig, onvrijwillige, onvrijwillig, onwillekeurige, gedwongen
Μεταφράσεις: onwillekeurig, onvrijwillige, onvrijwillig, onwillekeurige, gedwongen