Ακούσιος στα τούρκικα

Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istemsiz, istem dışı, gönülsüz, zorunlu, istemdışı
Ακούσιος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακούσιος

ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ακούσιος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ακουστική στα τούρκικα - akustik, akustiği, Acoustics, Aerodinamik Akustik, bir akustik
  • ακουστικός στα τούρκικα - işitsel, işitme, kulak
  • ακούω στα τούρκικα - dinlemek, duymak, dinle, dinleyebilirsiniz, dinleyin, dinleme
  • ακράδαντα στα τούρκικα - şiddetle, kuvvetle, güçlü, güçlü bir, kuvvetli
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: istemsiz, istem dışı, gönülsüz, zorunlu, istemdışı