Βελόνα στα δανικά

Μετάφραση: βελόνα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nål, kanyle, nålen, kanylen, p
Βελόνα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βελόνα

βελόνα και κλωστή, βελόνα ελεύθερου σχεδίου, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα δολώματος, βελόνα του τατουάζ σε αργή κίνηση, βελόνα λεξικό γλώσσας δανικά, βελόνα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βελτιώνομαι στα δανικά - meliorate
  • βελτιώνω στα δανικά - meliorate
  • βενζίνη στα δανικά - gas, benzin, benzinen, benzin-
  • βεντάλια στα δανικά - ventilator, fan, fan af, ventilatoren, blæser
Τυχαίες λέξεις
Βελόνα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nål, kanyle, nålen, kanylen, p