Βελόνα στα εσθονικά

Μετάφραση: βελόνα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õmblema, nõel, nõela, nõelaga, needle, nõel-
Βελόνα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βελόνα

βελόνα και κλωστή, βελόνα ελεύθερου σχεδίου, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα δολώματος, βελόνα του τατουάζ σε αργή κίνηση, βελόνα λεξικό γλώσσας εσθονικά, βελόνα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • βελτιώνομαι στα εσθονικά - parandama, täiustama, meliorate
  • βελτιώνω στα εσθονικά - parendama, parandama, täiustama, meliorate
  • βενζίνη στα εσθονικά - bensiin, gaasipedaal, gaasitama, bensiini, bensiinimootoriga, bensiiniga, bensiinifraktsioonide
  • βεντάλια στα εσθονικά - fänn, õhutama, lehvik, ventilaator, ventilaatori, fan, ventilaatorit
Τυχαίες λέξεις
Βελόνα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: õmblema, nõel, nõela, nõelaga, needle, nõel-