Βελόνα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: βελόνα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпiлька, голка, іголка, іголкі, іголкай
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βελόνα
βελόνα και κλωστή, βελόνα ελεύθερου σχεδίου, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα δολώματος, βελόνα του τατουάζ σε αργή κίνηση, βελόνα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βελόνα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- βελτιώνομαι στα λευκορωσικά - меліяраваць, будзе меліяраваць
- βελτιώνω στα λευκορωσικά - меліяраваць, будзе меліяраваць
- βενζίνη στα λευκορωσικά - бензін, бэнзін
- βεντάλια στα λευκορωσικά - вентылятар, вентылятарам, вентылятара
Τυχαίες λέξεις
Βελόνα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: шпiлька, голка, іголка, іголкі, іголкай
Μεταφράσεις: шпiлька, голка, іголка, іголкі, іголкай