Βελόνα στα ουγγρικά
Μετάφραση: βελόνα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tű, tűt, tűvel, tű-, tűvédő
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βελόνα
βελόνα και κλωστή, βελόνα ελεύθερου σχεδίου, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα δολώματος, βελόνα του τατουάζ σε αργή κίνηση, βελόνα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βελόνα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βελτιώνομαι στα ουγγρικά - megjavít
- βελτιώνω στα ουγγρικά - megjavít
- βενζίνη στα ουγγρικά - gáz, üzemanyag, benzin, benzines, benzint, a benzin, benzinnel
- βεντάλια στα ουγγρικά - drukker, gabonarosta, ventilátor, rajongója, fan, rajongó, ventillátor
Τυχαίες λέξεις
Βελόνα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tű, tűt, tűvel, tű-, tűvédő
Μεταφράσεις: tű, tűt, tűvel, tű-, tűvédő