Βελόνα στα ουκρανικά

Μετάφραση: βελόνα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дротик, спиця, голка, шпиця, игла
Βελόνα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βελόνα

βελόνα και κλωστή, βελόνα ελεύθερου σχεδίου, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα δολώματος, βελόνα του τατουάζ σε αργή κίνηση, βελόνα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βελόνα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βελτιώνομαι στα ουκρανικά - пристойності, етикету, недоречність, меліорувати
  • βελτιώνω στα ουκρανικά - поліпшувати, підсилювати, рефінансування, покращтеся, піднести, поліпшитися, поліпшити, ...
  • βενζίνη στα ουκρανικά - газ, бензин, газова, газовий
  • βεντάλια στα ουκρανικά - крило, обмахуватися, вентилятор, обмахувати, вентилятори
Τυχαίες λέξεις
Βελόνα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дротик, спиця, голка, шпиця, игла