Βελόνα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βελόνα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
precisar, agulha, alfinete, necessidade, necessitar, da agulha, agulhas, agulha de, de agulha
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βελόνα
βελόνα και κλωστή, βελόνα ελεύθερου σχεδίου, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα δολώματος, βελόνα του τατουάζ σε αργή κίνηση, βελόνα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βελόνα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βελτιώνομαι στα πορτογαλικά - aprisionar, melhorar, reparar, aperfeiçoar, meliorate
- βελτιώνω στα πορτογαλικά - refinar, realçar, apurar, referência, gravar, melhorar, grave, ...
- βενζίνη στα πορτογαλικά - gás, alho, petrificar, gasolina, benzina, a gasolina, de gasolina, ...
- βεντάλια στα πορτογαλικά - abanar, ventilador, famoso, ventoinha, fã, ventilador de, fan
Τυχαίες λέξεις
Βελόνα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: precisar, agulha, alfinete, necessidade, necessitar, da agulha, agulhas, agulha de, de agulha
Μεταφράσεις: precisar, agulha, alfinete, necessidade, necessitar, da agulha, agulhas, agulha de, de agulha