Βελόνα στα ολλανδικά
Μετάφραση: βελόνα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naald, speld, kompasnaald, de naald, nld, de nld, naalden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βελόνα
βελόνα και κλωστή, βελόνα ελεύθερου σχεδίου, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα δολώματος, βελόνα του τατουάζ σε αργή κίνηση, βελόνα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βελόνα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βελτιώνομαι στα ολλανδικά - veredelen, verbeteren, beter worden, meliorate
- βελτιώνω στα ολλανδικά - verhogen, vermeerderen, verfijnen, raffineren, veredelen, verbeteren, vergroten, ...
- βενζίνη στα ολλανδικά - gas, benzine, gasoline, benzinemotor, benzine-, de benzine
- βεντάλια στα ολλανδικά - aanwakkeren, ventilator, aanvuren, aanzetten, fan, ventilator van, de ventilator, ...
Τυχαίες λέξεις
Βελόνα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: naald, speld, kompasnaald, de naald, nld, de nld, naalden
Μεταφράσεις: naald, speld, kompasnaald, de naald, nld, de nld, naalden