Λαιμαργία στα δανικά
Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frådseri, grådighed, fråds, gluttony, Fraadseri
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαιμαργία
λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας δανικά, λαιμαργία στα δανικά
Μεταφράσεις
- λαθρεμπόριο στα δανικά - smugling, smugleri, menneskesmugling, indsmugling, smugling af
- λαθροκυνηγός στα δανικά - Poachers, Krybskytter, krybskytterne, krybskyttere
- λαιμός στα δανικά - hals, halsen, i halsen, svælg, svælget
- λακκάκι στα δανικά - smilehul, dimple, fordybning, forsænkning, fordybningen
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frådseri, grådighed, fråds, gluttony, Fraadseri
Μεταφράσεις: frådseri, grådighed, fråds, gluttony, Fraadseri