Λαιμαργία στα σουηδικά
Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frosseri, gluttony, frosseriet, glupskhet, frosseriets
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαιμαργία
λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας σουηδικά, λαιμαργία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- λαθρεμπόριο στα σουηδικά - smuggling, människosmuggling, smugglingen
- λαθροκυνηγός στα σουηδικά - Poachers, tjuvjägare, Tjuv, Tjuvskyttar, Tjuvfiskare
- λαιμός στα σουηδικά - hals, svalg, halsen, i halsen
- λακκάκι στα σουηδικά - grop, dimple, fördjupningen, försänkning
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: frosseri, gluttony, frosseriet, glupskhet, frosseriets
Μεταφράσεις: frosseri, gluttony, frosseriet, glupskhet, frosseriets