Λαιμαργία στα τσεχικά
Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obžerství, hltavost, žravost, nenasytnost
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαιμαργία
λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας τσεχικά, λαιμαργία στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- λαθρεμπόριο στα τσεχικά - pašeráctví, podloudnictví, pašování, převaděčství, pašováním, paśování
- λαθροκυνηγός στα τσεχικά - pytlák, Pytláci, Poachers, pytláky, pytláků, že pytláci
- λαιμός στα τσεχικά - výstřih, chřtán, hrtan, hrdlo, šíje, krk, límec, ...
- λακκάκι στα τσεχικά - dolíček, jamka, důlek, Dimple, a Dimple, prohlubeň
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: obžerství, hltavost, žravost, nenasytnost
Μεταφράσεις: obžerství, hltavost, žravost, nenasytnost