Λαιμαργία στα ιταλικά
Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
golosità, ingordigia, ghiottoneria, gola, la gola
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαιμαργία
λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας ιταλικά, λαιμαργία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- λαθρεμπόριο στα ιταλικά - contrabbando, il contrabbando, traffico, contrabbando di, di contrabbando
- λαθροκυνηγός στα ιταλικά - bracconiere, bracconieri, I bracconieri, Poachers, cacciatori di frodo, di Poachers
- λαιμός στα ιταλικά - collottola, collo, gola, colletto, di gola, della gola, la gola, ...
- λακκάκι στα ιταλικά - fossetta, dimple, fossette, della fossetta, alveolare
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: golosità, ingordigia, ghiottoneria, gola, la gola
Μεταφράσεις: golosità, ingordigia, ghiottoneria, gola, la gola