Λαιμαργία στα εσθονικά
Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õgardlikkus, aplus, ahnus, liigsöömisele, õgardlus, laskunud liigsöömise, Ahminta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαιμαργία
λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας εσθονικά, λαιμαργία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- λαθρεμπόριο στα εσθονικά - smugeldamine, salakaubavedu, salakaubandus, salakaubaveo, salakaubanduse, üle piiri toimetamise
- λαθροκυνηγός στα εσθονικά - salakütt, Poachers, salaküttide, salakütte, salakütid, salaküttidest
- λαιμός στα εσθονικά - kõri, kael, maasäär, kurk, kurgu, kurgus, kurku
- λακκάκι στα εσθονικά - naeratama, põselohk, lohk, lohuke, komplikatsioone, kuopanteita jhk, lohu
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: õgardlikkus, aplus, ahnus, liigsöömisele, õgardlus, laskunud liigsöömise, Ahminta
Μεταφράσεις: õgardlikkus, aplus, ahnus, liigsöömisele, õgardlus, laskunud liigsöömise, Ahminta