Λαιμαργία στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ненаситност, лакомоста, лакомост
Λαιμαργία στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαιμαργία

λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λαιμαργία στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • λαθρεμπόριο στα σλαβομακεδονικά - шверцот, шверц, шверцување, за шверц, шверцот со
  • λαθροκυνηγός στα σλαβομακεδονικά - ловокрадците, бракониери
  • λαιμός στα σλαβομακεδονικά - голтник, грло, грлото, во грлото, на грлото, врат
  • λακκάκι στα σλαβομακεδονικά - падина
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: ненаситност, лакомоста, лакомост