Λαιμαργία στα ολλανδικά
Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gulzigheid, vraatzucht, gluttony, bestwil bovendien, bestwil bovendien al
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαιμαργία
λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λαιμαργία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λαθρεμπόριο στα ολλανδικά - smokkelen, smokkelarij, smokkel, de smokkel, het smokkelen
- λαθροκυνηγός στα ολλανδικά - stropers, Poachers, De stropers, stropers te, van Poachers
- λαιμός στα ολλανδικά - keel, keelgat, nek, strot, hals, de keel, throat
- λακκάκι στα ολλανδικά - kuiltje, dimple, indeuking, putje, kuiltjes
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gulzigheid, vraatzucht, gluttony, bestwil bovendien, bestwil bovendien al
Μεταφράσεις: gulzigheid, vraatzucht, gluttony, bestwil bovendien, bestwil bovendien al