Λαιμαργία στα ισλανδικά

Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óhóf
Λαιμαργία στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαιμαργία

λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, λαιμαργία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • λαθρεμπόριο στα ισλανδικά - smygl, smygli, smygl á, smygla, að smygla
  • λαθροκυνηγός στα ισλανδικά - veiðiþjófur, poachers
  • λαιμός στα ισλανδικά - háls, hálsi, í hálsi, koki
  • λακκάκι στα ισλανδικά - dimple
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: óhóf